- μέσος
- -η, -ο(ν) (ΑM μέσος, -η, -ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος)1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο («Πριαμίδης μὲν ἔπειτα μέσον σάκος οὔτασε δουρί», Ομ. Ιλ.)3. αυτός ο οποίος παρεμβάλλεται, ο ενδιάμεσος («μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῡ τε πάππου καὶ τοῡ πατρός», Πλάτ.)4. αυτός που δεν είναι ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος από όσο πρέπει, ο μέτριος, ο κανονικός, ο συνήθης (α. «τῶν δ' ὀφθαλμῶν oἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ μικροί, οἱ δὲ μέσοι βέλτιστοι», Αριστοτ.β. «είναι μέσου αναστήματος»)5. αυτός ο οποίος ανήκει στη μεσαία τάξη ή κατάσταση («ἀνὴρ τῶν ἀστῶν, μέσος πολίτης», Θουκ.)6. φρ. γραμμ. α) «μέσο ρήμα» — το ρήμα το οποίο δηλώνει ότι η ενέργεια τού υποκειμένου επιστρέφει σε αυτό ή γίνεται χάριν αυτούβ) «μέση διάθεση» — η διάθεση που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί και συνάμα δέχεται την ενέργεια αυτήγ) «μέση φωνή» — η τάξη τών ρημάτων τα οποία λήγουν σε -(ο)μαιδ) «μέσοι χρόνοι» — οι χρόνοι τού μέσου ρήματοςε) «μέσα σύμφωνα» — τα σύμφωνα που βρίσκονται μεταξύ τών δασέων και τών ψιλών, δηλαδή τα β, γ, δστ) «μέση λέξη» — λέξη που έχει και καλή και κακή σημασία, όπως, λ.χ., η τύχη, η δίαιταζ) «μέση συλλαβή» — δίχρονη συλλαβή7. το θηλ. ως ουσ. η μέσηβλ. μέση8. το αρσ. ως ουσ. ο μέσοςτο μεσαίο δάχτυλο τού χεριού ή τού ποδιού9. φρ. α) «ἐν μέση ἀγορᾷ» ή «ἐν μέσαις Ἀθήναις» — ενώπιον όλων, σε μέρος πολυσύχναστοβ) «ἐν μέσῃ ἡμέρᾳ» — φανερά, αναφανδόν, μέρα μεσημέρι10. (το ουδ. ως ουσ. και ως επίρρ.) το μέσο(ν)βλ. μέσονεοελλ.1. (για ανθρώπους) απλός, κοινός2. φρ. α) (λογ.) «μέσος όρος συλλογισμού» — έννοια κοινή και στις δύο προκείμενες προτάσεις τού συλλογισμούβ) μαθημ. i) «μέσος όρος αριθμών» — το πηλίκο τής διαίρεσης τού αθροίσματος αυτών τών αριθμών με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τουςii) «αρμονικός μέσος όρος» — ο αντίστροφος τού αριθμητικού μέσου όρου τών αντίστροφων τιμών τής μεταβλητήςiii) «γεωμετρικός μέσος όρος» — ο όρος που προκύπτει ως η νιοστή ρίζα τού γινομένου τών δυνατών τιμών τής μεταβλητήςiv) «κατά μέσον όρο» — κατά αμοιβαίο συμψηφισμό τών διαφόρων αντίθετων σημείωνγ) (στατ.) i) «μέση απόκλιση» — το μέτρο τής διασποράς σε κάθε μέτρηση από μια κεντρική τιμή, όταν οι διαφορές λαμβάνονται σε απόλυτη τιμή χωρίς να υπολογίζεται το αλγεβρικό τους σημείοii) «μέση τιμή» — η τιμή τού αριθμητικού, τού γεωμετρικού και τού αρμονικού μέσου όρου η οποία προσδιορίζεται αντικειμενικάiii) «μέσος σταθμικός» — ο αριθμητικός μέσος όρος που υπολογίζεται με συντελεστές στάθμισηςδ) (οικον.) «μέση λήξη γραμματίου» — η λήξη γραμματίου που έχει ονομαστική αξία ίση με το άθροισμα τών ονομαστικών αξιών γραμματίων τα οποία μπορεί να αντικαταστήσει ως ισοδύναμο με αυτάε) (εκπ.) «μέση εκπαίδευση» — η βαθμίδα τής εκπαίδευσης που βρίσκεται μεταξύ τής στοιχειώδους και τής ανώτατηςστ) (ιστ.) «μέσοι χρόνοι» — ο μεσαίωνας, η περίοδος τής ιστορίας ανάμεσα στους αρχαίους και τους νεώτερους χρόνους, από την κατάλυση τού Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους ώς την άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκουςζ) (μετεωρ.) «μέση θερμοκρασία» — ο μέσος όρος τών θερμοκρασιών που έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος («μέση θερμοκρασία τών δύο τελευταίων μηνών»)η) αστρον. i) «μέση αστρονομική διάθλαση» — η τιμή τής ατμοσφαιρικής διάθλασης η οποία υπολογίζεται και παρέχεται στους ναυτικούς και αστρονομικούς πίνακεςii) «μέσος Ήλιος» — υποθετικό σημείο το οποίο κινείται φαινομενικά ομαλά κατά μήκος τού ισημερινού και το οποίο διέρχεται διά μέσου τού εαρινού ισημερινού σημείου ταυτόχρονα μαζί με ένα δεύτερο υποθετικό σημείοiii) «μέσος χρόνος» — η ωριαία γωνία τού μέσου Ηλίουθ) ανατ. i) «μέση φλέβα» — υποδόρια φλέβα που αρχίζει από το ραχιαίο φλεβικό δίκτυο τού χεριούii) «μέσο νεύρο» — νευρικό στέλεχος το οποίο εκτείνεται από το βραχιόνιο πλέγμα ώς την παλάμηiii) «μέσο καρδιακό νεύρο» — το πιο παχύ από τα τρία καρδιακά νεύραμσν.1. (για ηλικία) ώριμος2. (για κλίμα) ήπιος3. φρ. «γίνομαι μέσος» — μεσολαβώμσν.-αρχ.φρ. «μέσος δικαστής» — μεσολαβητής ή ειρηνοποιός, διαιτητής, δικαστής μεταξύ δύοαρχ.1. αμερόληπτος2. αβέβαιος, αόριστος3. αυτός που δεν είναι ούτε αγαθός ούτε καλός, ο μετρίως καλός4. (για τόνο) η περισπωμένη5. (στον Πλάτ.) τα ημίφωνα («καὶ τὰ φωνήεντα καὶ τὰ μέσα κατὰ τὸν αύτὸν τρόπον», Πλάτ.)6. αυτός που δεν κλίνει προς καμιά μερίδα, αδιάφορος, ουδέτερος7. φρ. α) (στον Όμ.) «μέσον ἦμαρ» — η μεσημβρία, το μεσημέρι («ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ», Ομ. Ιλ.)β) («μέσαι νύκτες» — το μεσονύκτιο, η δωδέκατη νυχτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («ἐπὶ δὲ μᾱλλον ἰὸν ἐς τὸ θερμὸν ἐς μέσας νύκτας πελάζει», Ηροδ.)γ) (για τους παλαιστές) «ἔχεται (ή ἁρπάζεται) μέσος» — κρατιέται από τη μέσηδ) (για το ύφος) «μέσος χαρακτήρ» — ένας από τους τρεις χαρακτήρες στους οποίους διαιρούν το ύφος ο Κικέρων και ο Κοϊντιλιανός, ο απλός χαρακτήρας, ο σεμνός.επίρρ...μέσως (ΑM)μέτρια, κανονικά, εξίσουμσν.φρ. «μέσως ἔχω» — βρίσκομαι σε κανονικές συνθήκες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέσος ανάγεται σε επίθ. τής IE *medhyo- «μεσαίος» και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. madya-, γοτθ. midjis, αρμ. mēj-, λατ. medius κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος *-ty- και *-θy- έδωσε ένα -σή δύο -σσ- σε διαφορετικές εποχές και διαλέκτους. Στον 'Ομηρο, συγκεκριμένα, εμφανίζονται εναλλακτικά ένα -σ- ή δύο -σσ- μετά από βραχύ φωνήεν (πρβλ. μεσσοπόρος, μεσσοπύλη, μέσσορος) και ένα -σ- μετά από μακρό, για να εξυπηρετηθούν οι μετρικές ανάγκες τού έπους. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, και αρκαδική διάλεκτο (πρβλ. επίρρ. μεσακόθεν) ο τ. εμφανίζεται απλοποιημένος με ένα -σ-, στη λεσβιακή και θεσσαλική με δύο -σσ-, ενώ στη βοιωτική και κρητική διάλεκτο το σύμπλεγμα *-ty- και *-θy- εξελίχθηκε σε δύο -ττ-.ΠΑΡ. μεσάζω, μεσαίος, μέση, μέσης, μεσίτης, μεσότης(-ητα), μεσώαρχ.μεσάδιος, μεσαίτερος, μεσακόθεν, μεσεύω, μεσήεις, μεσήρης, μεσίδιος, μεσόεις, μέσοι, μεσσόθεν, μεσσόθιμσν.μεσεύς, μέσιοςμσν.- νεοελλ.μέσα, μεσιανός, μεσινόςνεοελλ.μεσάρης.ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με Α' συνθετικό μέσος βλ. μεσ(ο)-. (Β' συνθετικό) άμεσος, ανάμεσος, διάμεσος, έμμεσος, παράμεσοςαρχ.επίμεσος, περίμεσος, πολύμεσοςνεοελλ.ενδιάμεσος.
Dictionary of Greek. 2013.